- χαλβαδοποιός
- οο κατασκευαστής χαλβά, ο χαλβατζής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλβαδοποιός — ο, Ν 1. ο τεχνίτης, ο ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει χαλβά 2. βιοτέχνης ή βιομήχανος χαλβαδοποιίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, άδες + ποιός*. Η λ. στον πληθ. χαλβαδοποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
χαλβαδοποιία — η, Ν 1. η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλβαδοποιού, η τέχνη τής παρασκευής χαλβά 2. βιοτεχνία ή βιομηχανία που παρασκευάζει χαλβά και η αντίστοιχη εγκατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβαδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 οτην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαλβαδοποιείο — το, Ν εργαστήριο παρασκευής χαλβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβαδοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. χαλβαδοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χαλβατζής — ο, Ν χαλβαδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helva ci < helva (βλ. λ. χαλβάς) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής)] … Dictionary of Greek
χαλβατζής — ο χαλβαδοποιός, ο κατασκευαστής χαλβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)